Αυτό που χαρακτήριζε την σχέση τους, όσο κράτησε, ήταν το οξύμωρο και η αντιδιαστολή. Ό,τι τον γοήτευε πάνω της, συγχρόνως τον απωθούσε και για εκείνη ίσχυε ακριβώς το ίδιο σε ό,τι είχε να κάνει με αυτόν. «Μα πως και είναι αυτοί ακόμα μαζί;» αναρωτιόνταν οι φίλοι.
«Σιγά μην είναι ερωτευμένοι αυτοί οι δύο. Αυτή, δεν ερωτεύεται ποτέ.. Αυτός είναι πολύ περίεργος, όπως όλοι οι ζωγράφοι. » Εξάλλου ο έρωτας είναι ένα υπερεκτιμημένο συναίσθημα. Χαρίζει ευτυχία περιορισμένη χρονικά και μετά έρχεται η απώλεια.
Καιρό πριν περάσει την πόρτα του σπιτιού του, της είχε δηλώσει ξεκάθαρα… “Μέσα στο σπίτι μου δε θα καπνίσεις ποτέ!”. Αυτή έστριβε τσιγάρα και τον κοίταζε γελώντας. Μα δεν το είχε σκοπό να περάσει την πόρτα του σπιτιού του, ούτε και της ζωής του, φυσικά. Ποτέ δεν θα γινόταν αντικείμενο για τον πόθο της. Δεν θα λαχταρούσε ποτέ να βρεθεί κοντά του.
Όμως, ξέρετε τώρα πώς είναι όλα αυτά. Η μοναξιά φέρνει κοντά ανθρώπους, που κανονικά δε θα είχαν ποτέ τους συμπορευτεί. Ανθρώπους, που φαινόταν εξαρχής ότι ο ένας τουλάχιστον θα διαλύσει τη ζωή του άλλου, θα γκρεμίσει κάθε οχυρό του, που τόσο προσεκτικά είχε διαφυλάξει. θα μολύνει κάθε προσεχτικά αποστειρωμένη γωνιά του.
Ο ένας από τους δύο θα πλήρωνε ακριβότερα το τίμημα και για περισσότερο καιρό. Θα μετρούσε μεγαλύτερες απώλειες.
Απώλειες που θα τις κουβαλούσε πάνω του σαν κανονικές πληγές, μέχρι που θα τις έκανε τέχνη και θα έβγαιναν από μέσα του και θα ησύχαζε.
Θα ζωγράφιζε με πόθο και νοσταλγία το γυμνό της σώμα σ έναν καμβά ή θα έδινε ψυχή σ’ ένα χαρτί εκφράζοντας τα πονεμένα του συναισθήματα.
Την πρώτη φορά που τελικά μπήκε σπίτι του, της έκανε παρατήρηση για τα τακούνια των παπουτσιών της. Χτυπούσαν στο πάτωμα. Ο ήχος τους πραγματικά χτυπούσε οξύς και ενοχλητικός στους τοίχους του σχεδόν γυμνού σαλονιού.
Ένα γραφείο με δυο καρέκλες και ένας άνετος καινούργιος γκρι καναπές, όλη κι όλη η επίπλωσή του.
Εκείνη τράβηξε με φόρα μια από αυτές τις καρέκλες και κάθισε. Σταύρωσε τα πόδια της όλο νόημα και έστριψε ένα τσιγάρο, αποφεύγοντας να τον κοιτάξει. Αγνοώντας τον, όπως σχεδόν έκανε πάντα και θα συνέχιζε να κάνει σε όλη τη διάρκεια της σχέσης τους, και το άναψε.
Εκείνος δεν μίλησε, πήρε του το κινητό του τηλέφωνο κι άρχισε να τη φωτογραφίζει. Όπως δηλαδή έκανε σε όλη τη διάρκεια της σχέσης του.
Εκείνος, δεν θυμάται πόση ώρα πέρασε, πόσα κλικ ακούστηκαν, πόσα τσιγάρα έστριψε, άναψε και κάπνισε εκείνη. Το μόνο που θυμάται ήταν ότι της είπε… “Μην το κόψεις, μην σταματήσεις να καπνίζεις. Σε θέλω κοντά μου να σε φωτογραφίσω, έτσι, ξανά και ξανά, αρκεί να μην φύγεις!”.