Παρασκευή πρωί, μπιτσόμπαρο, συγγνώμη, νόμιζα πως παίζω στο Ιnception, Eλεγκτικό Συνέδριο.
Πάω να κάνω αυτό που για το οποίο θα με προσκυνούσανε με δέος και τιμές στην Κολομβία, από Μεντεγίν ως Μπογκοτά, δηλαδή να ρωτήσω γιατί δεν με έχει καλέσει ο Δικαστής (για συζήτηση Προσωρινής Διαταγής επί Αναστολής Εκτέλεσης Επί Εφέσεως κατά Καταλογιστικής Πράξης ).
Έχοντας κοπιάρει την πρακτική μεγάλων πολυεθνικών, τις Παρασκευές ντύνομαι pet friendly, δηλαδή με αμφίεση για να με γλυψουριάζουν σκύλοι και έτσι ξεκίνησα φορώντας σταράκια, τζιν, μακώ και με το μαλί τζίβα (μικρή δική μου πινελιά), παίρνοντας στο δισάκι μου τη δικογραφία (ναι, δισάκι, με την αποχή αναγκάστηκα να πουλήσω τη delsey για κάτι εξόδους, κουβέντα θ’ανοίξουμε τώρα;).
Μετά από διερευνητική συζήτηση με τη Γραμματέα του Τμήματος, συνειδητοποιώ ότι η φράση «σκριπτα – μάνεντ – βέρμπα –βόλαντ» δεν ήντονε τελικά του Αλβανού μαιτρ στο μαγαζί του Βολάνη, αλλά σοφών Ρωμαίων νομομαθών, που διατύπωσαν σε κάπως πιο επίσημη εκδοχή, το τσιτάτο, «γράφ’το μάνα μου, γιατί μετά ποιος θα σε πιστεύει;».
Και όντως, κανένας στο Τμήμα δε με πίστευε ότι είχα συνεννοηθεί, προφορικά, για συζήτησης προσωρινής και μου κουνάγανε το δικόγραφο της Αναστολής στη μούρη, σαν λοχίες του ΕΑΤ-ΕΣΑ σε κομισάριο του ΚΚΕ Μεσσηνίας, λέγοντας «ΣΥ δεν το’γραψες τούτο;;;»
Επειδή έχει μια ποιοτική διαφορά να’χεις γράψει μανιφέστο που σε κάνει περήφανο και να’χεις γράψει δικόγραφο που γαμάει τον πελάτη, κατέβασα τ’αυτιά σαν το Ντρούπυ και ψυθίρισα με στυλ Τσακαλώτου μπροστά σε δανειστές (ξεψυχισμένα) «και τι κάνουμε τώρα ;…»
Δυο εξηγήσεις μπορώ να δώσω γι’αυτό που ακολούθησε.
Ή ότι μύριζε πολύ το AXE ή ότι οι γραμματίνες είχανε παππού το φύλακα που έδινε στα κρυφά τσιγάρο στο Χορν στο «μια ζωή την έχουμε»:
Έτσι, μου προτείνανε αυτό που θα έκανε το μέσο Μανδαρίνο – Ανώτατο Διοικητικό Υπάλληλο της δυναστείας των Μινγκ να βγει από το κιμονό του, φωνάζοντας έξαλλος «παιδιά, άμα είναι να το γαμάμε έτσι, να βάλω τα Ιδεογράμματα στον κώλο μου». Μου υπέδειξαν να κάνω αίτηση στο πρωτόκολλο για συζήτηση Προσωρινής, να τους την πάω χέρι με χέρι και να συνεννοηθούν άμεσα με τη δικαστίνα για ορισμό ημερομηνίας συζήτησης.
Και γίνεται έτσι. Και μου λέει η καλή νεραϊδογραμματέας αυτό που λένε οι Καρδινάλιοι όταν μπαίνουνε να βγάλουν Πάπα «περίμενε συ δω χάμου και θα’ρθω γω με νέα…».
Και κει που περιμένω κουνώντας το σπορτέξ ανέμελα και ανακουφισμένα, βγαίνει και μου λέει αυτό δεν θα ήθελα να μου πετάξουν, όταν αποδημήσω εις Κύριο και βρεθώ, παρ’ελπίδα, μπροστά στον Peter: «Για περάστε, συνήγορε, η Δικαστής θα σας δει τώρα».
Αδυνατώντας να εκφέρω λέξη, κοιτάζω πρώτα τα σπορτέξ και μετά τη Γραμματέα, με νόημα, μήπως καταλάβει, στη διεθνή νοηματική των λέτσων, ότι πάει να γίνει στραβή.
Αντιλαμβάνεται την αγωνία μου και χρησιμοποιεί Κλασσικούς, κοπιάροντας Χριστόδουλο, «ελάτε, όπως είστε….».
Το στυλ με το οποίο εισήλθα στο γραφείο της Προέδρου θα έπρεπε να διδάσκεται σε Διεθνή Σεμινάρια με θέμα «Ξαναγίνετε Παρθένα, ανακτήστε την αθωωότητά σας, πλήρης αποκατάσταση υμένα».
Ξεκινάω με τη φράση που μου την είχανε κλέψει στην ταινία «Το ξαδερφάκι μου ο Βίνυ», ήτοι «συγγνώμη, Κυρία Πρόεδρε, δεν ήμουν έτοιμος για παράσταση…».
Η δικαστίνα είναι ανέλπιστα ευγενής, προσηνής και μειλίχια, σε βαθμό που θα έκανε το Σαρτζετάκη να μοιάζει με death-μεταλάς, μετά από συναυλία των Rotting Christ.
«Παρακαλώ, καθίστε», λέει και συνεχίζει, γαμώ την ατυχία μου, σαν Σαρτζετάκης, απέναντι στον αστυνομικό διοικητή Θεσσαλονίκης, αρχές Ιουνίου 1963, προτρέποντας «για να ξαναδούμε το φάκελο…»
Το στενό τζιν δεν μου άφηνε και πολλά περιθώρια αντίδρασης και συνομολόγησα.
«Ζητάτε Προσωρινή Διαταγή για μη καταναγκαστική είσπραξη από τη ΔΟΥ ποσού τριών χιλιάδων ευρώ, κατά του πελάτη σας, ενόψει της συζήτησης της αίτησης αναστολής, επικαλούμενος σημαντική οικονομική βλάβη από πιθανή εκτέλεση».
«Μάλιστα» απαντώ και με φαντασιώνομαι ήδη στο δάσος του Σέργουντ, με αναρχικά γκομενάκια, να προσπαθούνε να μου βγάλουνε το κολάν».
«Εδώ, όμως βλέπω», συνεχίζει, «ότι ο πελάτης σας είχε πέρυσι εισόδημα 50.000 ευρώ….»
Η κάμερα έκανε zoom in στην μούρη μου, με μετακινούμενο φόντο στο βάθος, σαν να σκηνοθετούσανε την ακρόαση οι αδελφοί Γουατσόφσκι.
Ενδεικτικά, ένιωσα σαν:
– Να δηλώνω ότι έχω μια γλάστρα για προσωπική χρήση και οι αστυνομικοί να βρίσουνε στο πίσω μέρος του σπιτιού τη Βάλια Κάλντα.
– Να είμαι ο Σκουρλέτης, σε συνέντευξη για γυράδικο, και να με ρωτάνε πού έχω ξαναδουλέψει.
-Να είμαι ο Σαμαράς, σε συνέντευξη για ρουχάδικο και να με ρωτάνε πού έχω ξαναδουλέψει.
-Να είμαι ο Καραμανλής σε συγκέντρωση χορτοφάγων.
– Να είμαι η Λουκά σε casting για gangbang τσόντα.
– Να είμαι η Αγγελοπούλου σε άδειο στάδιο.
-Να είμαι ο Τσίπρας σε παρτούζα συνταξιούχων.
Ξεροκατάπια σαν την Tracy Lords, στις πρώτες της ταινίες και κατέφυγα στην κλισέ φράση κάθε ενόχου, που έκανε το Δάντη να γράψει τη Θεία Κωμωδία και το Δάντη το «You are no Madonna», ήτοι «τι να πω, το αφήνω στην κρίση σας…».
Τώρα περιμένω την Κρίση, πίνοντας κρασιά στο πατρικό.
Θέλω όμως να δηλώσω, εν πάσει ειλικρίνεια:
ΛΑΡΤΕΥΩ τις δικαστίνες και τις Γραμματείς του Ελεγκτικού Συνεδρίου και θα’θελα να’ναι θειάδες μου και να μου φτιάνουνε τηγανητές πατάτες.